ζυμωταριά

ζυμωταριά
η [ζυμώνω]
η σκάφη όπου ζυμώνεται το αλεύρι, το ζυμωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω + κατάλ. -ταριά (πρβλ. ξαπλω-ταριά, ψησ-ταριά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάκτρα — μάκτρα, ἡ (Α) 1. ξύλινη και σπανίως λίθινη σκάφη για ζύμωμα, ζυμωταριά 2. γουδί για κονιοποίηση φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα τρα (πρβλ. πλέκ τρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”